- πολύεργος
- πολύ-εργος, ον,A hardworking,
ἀροτρεύς Nic.Th.4
, cf. Cat.Cod.Astr.2.179; perh. f.l. for ἀμπελοεργοί, Theoc.25.27.II [voice] Pass., highly-wrought, elaborate, Ph.1.665.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀροτρεύς Nic.Th.4
, cf. Cat.Cod.Astr.2.179; perh. f.l. for ἀμπελοεργοί, Theoc.25.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύεργος — hardworking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύεργος — (polyergus). Γένος κλειστόγαστρων υμενόπτερων, συγγενικό με το κοινό μυρμήγκι. Οι π. «υποδουλώνουν» άλλα μυρμήγκια, τα οποία υποχρεώνονται όχι μόνο να κατασκευάζουν τις φωλιές των π. αλλά και να τους ταΐζουν, γιατί οι π., έτσι όπως είναι η… … Dictionary of Greek
πολυεργέος — πολύεργος hardworking masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) πολυεργής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυεργής — πολύεργος hardworking masc/fem nom sg πολυεργής masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυέργους — πολύεργος hardworking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύεργοι — πολύεργος hardworking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυέργαστος — ον, Α πολύεργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + έργαστος (< ἐργάζομαι), πρβλ. ημι έργαστος] … Dictionary of Greek
πολυεργής — ές, Α πολύεργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εργής (< ἔργον), πρβλ. ολιγο εργής] … Dictionary of Greek
πολυεργία — ἡ, Α [πολύεργος] το να εργάζεται κανείς πολύ … Dictionary of Greek